- πολυήρατος
- -ον, Α1. πολύ ερατός, πολύ αγαπητός («δῶρον... τοῦτο δίδωμι, μνῆμ' Ἑλένης χειρῶν, πολυήρατον ἐς γάμον ὥρην», Ομ. Οδ.)2. αξιέραστος, αξιαγάπητος («πολυήρατος ἤβη», Ύμν. Αφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ἐρατός (< ἔραμαι), με έκταση τού -ε- σε -η- -κατά τη σύνθεση (πρβλ. ευ-ήρατος)].
Dictionary of Greek. 2013.